σπληνογραφικός

σπληνογραφικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στη σπληνογραφία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σπληνογραφικός — ή, ό Ν [σπληνογραφία] ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην σπληνογραφία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”